ἀπηλάθην

ἀπηλάθην
ἀπηλά̱θην , ἀπαλάομαι
go astray
aor ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπηλά̱θην , ἀπαλάομαι
go astray
aor ind mp 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπελαύνω
drive away
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
ἀπελαύνω
drive away
aor ind pass 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”